- ἐκλογισμός
- ἐκλογισμόςkeeping of accountsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκλογισμός — ἐκλογισμός, ο (AM) επιλογή, διήγηση αρχ. 1. υπολογισμός 2. σκέψη, διαλογισμός 3. το συμπέρασμα που βγαίνει από μια υπόθεση … Dictionary of Greek
ἐκλογισμοῖς — ἐκλογισμός keeping of accounts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμοί — ἐκλογισμός keeping of accounts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμούς — ἐκλογισμός keeping of accounts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμῶν — ἐκλογισμός keeping of accounts masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμῷ — ἐκλογισμός keeping of accounts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμόν — ἐκλογισμός keeping of accounts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)